- συγκαμπή
- ἡ, Α [συγκάμπτω]1. σύγκαμψις*2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαμπή — bight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπαί — συγκαμπή bight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπήν — συγκαμπή bight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)